- ελπιστικός
- -ή, -ό (Α ἐλπιστικός, -ή, -όν)νεοελλ.αυτός που ελπίζειαρχ.1. αυτός που δίνει ελπίδες2. πιθανός3. φρ. «ἐλπιστικοί φιλόσοφοι» — αυτοί που κηρύσσουν ότι η ελπίδα είναι το μόνο στήριγμα στη ζωή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐλπιστικοί — ἐλπιστικός producing expectation masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλπιστική — ἐλπιστικός producing expectation fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλπιστικήν — ἐλπιστικός producing expectation fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)